στρατηγός
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στρατηγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατηγός[1] < στρατός + ἄγω
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /stɾa.tiˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐τη‐γός
Ουσιαστικό Επεξεργασία
στρατηγός αρσενικό (θηλυκό στρατηγίνα)
- (στρατιωτικός βαθμός) ανώτατος αξιωματικός του στρατού ξηράς που φέρει τον ανώτερο βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας. Συντομογραφία: στγος.
- (προσφώνηση, γενικότερα, στρατιωτικός όρος) προσφώνηση όλων των ανώτατων αξιωματικών του στρατού.
Επεξεργασία
- Στρατηγός (επώνυμο)
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- στρατάρχης (↑ανώτερος)
- αντιστράτηγος (↓κατώτερος)
- ναύαρχος (πολεμικό ναυτικό / λιμενικό σώμα)
- πτέραρχος (πολεμική αεροπορία)
Μεταφράσεις Επεξεργασία
στρατηγός
|
Επεξεργασία
- ↑ στρατηγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.