στρατηγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατηγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατηγός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stɾa.tiˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐τη‐γός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατηγός αρσενικό & (θηλυκό στρατηγίνα)
- (στρατιωτικός βαθμός) ανώτατος αξιωματικός του στρατού ξηράς που φέρει τον ανώτερο βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας.
- προσφώνηση, καταχρηστικά, στρατιωτικός όρος στην κλητική, χωρίς τη λέξη κύριε) προσφώνηση όλων των ανώτατων αξιωματικών του στρατού
- ↪ Στρατηγέ!(μιλάει σ' έναν υποστράτηγο) Σας ζητάει ο στρατηγός στο γραφείο του.
- ↪ Στρατηγέ μου! πόσο χαίρομαι που σας βλέπω!
- (οικείο, στη γενική) η σύζυγος στρατηγού
- ↪ η κυρία στρατηγού
- (μεταφορικά, οικείο) αρχηγός, ηγέτης, αυτός ή αυτή που κανονίζει τα πάντα
- ↪ Η γυναίκα μου είναι ο στρατηγός μες στο σπίτι. (αρσενικό και για γυναίκα)
- → δείτε τους όρους ιθύνων νους και εγκέφαλος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαμε στρατηγ-
- Aϊ-στράτηγος
- ακαταστρατήγητος
- αντιστρατήγημα
- αντιστρατηγία
- αντιστρατηγικός
- αντιστράτηγος
- αρχιστρατηγία
- αρχιστρατηγικός
- αρχιστράτηγος
- αστρατήγευτος
- γεωστρατηγιστής
- καταστρατηγημένος
- καταστρατήγηση
- καταστρατηγήσιμος
- καταστρατηγώ, καταστρατηγούμαι
- πρωτοστράτηγος
- στρατηγείο
- στρατήγημα
- στρατηγία
- στρατηγικά (επίρρημα)
- στρατηγική
- στρατηγικός
- στρατηγικώς
- Στρατηγός (επώνυμο)
- στρατηγώ
- Στρατήγω (όνομα)
- υποστράτηγος
→ και δείτε τις λέξεις στρατός και άγω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- στρατάρχης (↑ανώτερος)
- αντιστράτηγος (↓κατώτερος)
- ναύαρχος (πολεμικό ναυτικό / λιμενικό σώμα)
- πτέραρχος (πολεμική αεροπορία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρατηγός
|
Πηγές
επεξεργασία- στρατηγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρατηγός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
στρᾰτηγο- | |||||
ονομαστική | ὁ | στρατηγός | οἱ | στρατηγοί | |
γενική | τοῦ | στρατηγοῦ | τῶν | στρατηγῶν | |
δοτική | τῷ | στρατηγῷ | τοῖς | στρατηγοῖς | |
αιτιατική | τὸν | στρατηγόν | τοὺς | στρατηγούς | |
κλητική ὦ! | στρατηγέ | στρατηγοί | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στρατηγώ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | στρατηγοῖν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστρατηγός, -οῦ αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) διοικητής στρατού, ιδίως πεζικού
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 114W.1.2./D60, «Οὐ φιλέω μέγαν» διδακτικό εγχειρίδιο, Ανθολογία @greek-language.gr
- οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν - δεν τον εθέλω ψηλόν τον στρατηγό
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 114W.1.2./D60, «Οὐ φιλέω μέγαν» διδακτικό εγχειρίδιο, Ανθολογία @greek-language.gr
- (γενικότερα) αρχηγός, κυβερνήτης
- τίτλος αξιωματούχων (όπως οι 10 στρατηγοί στην Αθήνα)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαμε στρατηγ-
- ἀντιστρατηγέω, -ῶ
- ἀντιστρατήγησις
- ἀντιστράτηγος
- ἀξιοστράτηγος
- ἀποστράτηγος
- ἀρχιστράτηγος
- ἀστρατηγησία
- ἀστρατήγητος
- ἀστρατηγία
- αὐτοστράτηγος
- διαστρατηγέω, -ῶ
- ἐπιστρατηγέω, -ῶ
- ἐπιστρατηγία
- ἐπιστράτηγος
- καταστρατηγέω, -ῶ
- καταστρατηγία
- νυκτοστράτηγος
- παραστρατηγέω, -ῶ
- παραστρατηγία
- προστρατηγέω, -ῶ
- πρωτοστρατηγία
- στρατηγεῖον
- στρατηγέτης
- στρατηγέω, -ῶ
- στρατήγημα
- στρατηγητέον
- στρατηγία
- στρατηγιάω, -ῶ
- στρατηγικός
- στρατηγικῶς
- στρατήγιον
- Στρατήγιος
- στρατηγίς
- Στράτηγος
- συστρατηγέω, -ῶ
- συστράτηγος
- ὑποστρατηγέτης
- ὑποστρατηγέω, -ῶ
- ὑποστράτηγος
→ και δείτε τις λέξεις στρατός και ἄγω
Πηγές
επεξεργασία- στρατηγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρατηγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.