Δείτε επίσης: Στρατηγός, Στράτηγος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατηγός οι στρατηγοί
      γενική του στρατηγού των στρατηγών
    αιτιατική τον στρατηγό τους στρατηγούς
     κλητική στρατηγέ στρατηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατηγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατηγός
Διακριτικό
στρατηγού.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρατηγός αρσενικό & (θηλυκό στρατηγίνα)

  1. (στρατιωτικός βαθμός) ανώτατος αξιωματικός του στρατού ξηράς που φέρει τον ανώτερο βαθμό της στρατιωτικής ιεραρχίας.
      Ο στρατηγός είναι αρχηγός ΓΕΕΘΑ. Προέρχεται από τον στρατό ξηράς.
    συντομογραφία: στγος
  2. προσφώνηση, καταχρηστικά, στρατιωτικός όρος στην κλητική, χωρίς τη λέξη κύριε) προσφώνηση όλων των ανώτατων αξιωματικών του στρατού
      Στρατηγέ!(μιλάει σ' έναν υποστράτηγο) Σας ζητάει ο στρατηγός στο γραφείο του.
      Στρατηγέ μου! πόσο χαίρομαι που σας βλέπω!
  3. (οικείο, στη γενική) η σύζυγος στρατηγού
      η κυρία στρατηγού
  4. (μεταφορικά, οικείο) αρχηγός, ηγέτης, αυτός ή αυτή που κανονίζει τα πάντα
      Η γυναίκα μου είναι ο στρατηγός μες στο σπίτι. (αρσενικό και για γυναίκα)
     δείτε τους όρους ιθύνων νους και εγκέφαλος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στρᾰτηγο-
ονομαστική στρατηγός οἱ στρατηγοί
      γενική τοῦ στρατηγοῦ τῶν στρατηγῶν
      δοτική τῷ στρατηγ τοῖς στρατηγοῖς
    αιτιατική τὸν στρατηγόν τοὺς στρατηγούς
     κλητική ! στρατηγέ στρατηγοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρατηγώ
γεν-δοτ τοῖν  στρατηγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατηγός < στρατ- (στρατός) + -ηγός (ἄγω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρατηγός, -οῦ αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) διοικητής στρατού, ιδίως πεζικού
      7ος πκε αιώνας Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 114W.1.2./D60, «Οὐ φιλέω μέγαν» διδακτικό εγχειρίδιο, Ανθολογία @greek-language.gr
    οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν - δεν τον εθέλω ψηλόν τον στρατηγό
  2. (γενικότερα) αρχηγός, κυβερνήτης
  3. τίτλος αξιωματούχων (όπως οι 10 στρατηγοί στην Αθήνα)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία