Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στρατηγικός η στρατηγική το στρατηγικό
      γενική του στρατηγικού της στρατηγικής του στρατηγικού
    αιτιατική τον στρατηγικό τη στρατηγική το στρατηγικό
     κλητική στρατηγικέ στρατηγική στρατηγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στρατηγικοί οι στρατηγικές τα στρατηγικά
      γενική των στρατηγικών των στρατηγικών των στρατηγικών
    αιτιατική τους στρατηγικούς τις στρατηγικές τα στρατηγικά
     κλητική στρατηγικοί στρατηγικές στρατηγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατηγικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατηγικός (που ανήκει σε στρατηγό) κατά τη σημασία του θηλυκού στρατηγικ(ή) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾa.ti.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐τη‐γι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

στρατηγικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τη στρατηγική ή που στηρίζεται σε αυτή, σε αντιδιαστολή προς τη λέξη τακτικός
    1. που αφορά το σχεδιασμό μιας στρατιωτικής επιχείρησης:
      στρατηγικός στόχος
    2. (μεταφορικά) που αφορά το γενικό σχεδιασμό και το συντονισμό των ενεργειών που είναι απαραίτητες για την επιτυχία ενός σκοπού:
      Έχει στρατηγική θέση στην κυβέρνηση.

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική στρατηγικός στρατηγική τὸ στρατηγικόν
      γενική τοῦ στρατηγικοῦ τῆς στρατηγικῆς τοῦ στρατηγικοῦ
      δοτική τῷ στρατηγικ τῇ στρατηγικ τῷ στρατηγικ
    αιτιατική τὸν στρατηγικόν τὴν στρατηγικήν τὸ στρατηγικόν
     κλητική ! στρατηγικέ στρατηγική στρατηγικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ στρατηγικοί αἱ στρατηγικαί τὰ στρατηγικᾰ́
      γενική τῶν στρατηγικῶν τῶν στρατηγικῶν τῶν στρατηγικῶν
      δοτική τοῖς στρατηγικοῖς ταῖς στρατηγικαῖς τοῖς στρατηγικοῖς
    αιτιατική τοὺς στρατηγικούς τὰς στρατηγικᾱ́ς τὰ στρατηγικᾰ́
     κλητική ! στρατηγικοί στρατηγικαί στρατηγικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στρατηγικώ τὼ στρατηγικᾱ́ τὼ στρατηγικώ
      γεν-δοτ τοῖν στρατηγικοῖν τοῖν στρατηγικαῖν τοῖν στρατηγικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατηγικός < στρατηγ(ός) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

στρατηγικός, -ή, -όν

  1. που ανήκει σε στρατηγό
  2. ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία