Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταστρατηγώ < (ελληνιστική κοινή) καταστρατηγέω - καταστρατηγῶ

  Ρήμα επεξεργασία

καταστρατηγώ

  • παραβαίνω νόμο, κανόνα, συνθήκη κλπ
    τα συνδικάτα κατηγορούν την κυβέρνηση ότι καταστρατηγεί τους κανόνες της δημοκρατίας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία