Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπατώ < αρχαία ελληνική καταπατέω / καταπατῶ < κατά + πατέω / πατῶ (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική empiéter)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.paˈto/

  Ρήμα επεξεργασία

καταπατώ (παθητική φωνή: καταπατούμαι, καταπατιέμαι)

  1. καταλαμβάνω παρανόμως (και ενίοτε τμηματικά) κάποιο χώρο
  2. ποδοπατώ, τσαλαπατώ
  3. (μεταφορικά) παραβαίνω, παραβιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία