Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδοπατώ < ποδο- + πατώ [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /po.ðoˈpa.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐δο‐πα‐τώ

ποδοπατάω/ποδοπατώ, αόρ.: ποδοπάτησα, παθ.φωνή: ποδοπατιέμαι, π.αόρ.: ποδοπατήθηκα, μτχ.π.π.: ποδοπατημένος
ή ποδοπατώ, αόρ.: ποδοπάτησα, παθ.φωνή: ποδοπατούμαι, π.αόρ.: ποδοπατήθηκα, μτχ.π.π.: ποδοπατημένος [2]

  1. πατώ κάτι με τα πόδια
    ⮡  Δεκάδες άνθρωποι ποδοπατήθηκαν στη Γουινέα τον Ιούλιο του 2014, σε συναυλία.
  2. (μεταφορικά) εξευτελίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ποδοπατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)