ποδοπατώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ποδοπατώ (παθητικό: ποδοπατιέμαι)
- πατώ κάτι με τα πόδια
- Δεκάδες άνθρωποι ποδοπατήθηκαν στη Γουινέα τον Ιούλιο του 2014, σε συναυλία
- (μεταφορικά) εξευτελίζω
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ποδοπατάω - ποδοπατώ | ποδοπατούσα | θα ποδοπατάω - ποδοπατώ | να ποδοπατάω - ποδοπατώ | ποδοπατώντας | |
β' ενικ. | ποδοπατάς - ποδοπατείς | ποδοπατούσες | θα ποδοπατάς - ποδοπατείς | να ποδοπατάς - ποδοπατείς | ποδοπάτα - ποδοπάταγε | |
γ' ενικ. | ποδοπατάει - ποδοπατά - ποδοπατεί | ποδοπατούσε | θα ποδοπατάει - ποδοπατά - ποδοπατεί | να ποδοπατάει - ποδοπατά - ποδοπατεί | ||
α' πληθ. | ποδοπατάμε - ποδοπατούμε | ποδοπατούσαμε | θα ποδοπατάμε - ποδοπατούμε | να ποδοπατάμε - ποδοπατούμε | ||
β' πληθ. | ποδοπατάτε - ποδοπατείτε | ποδοπατούσατε | θα ποδοπατάτε - ποδοπατείτε | να ποδοπατάτε - ποδοπατείτε | ποδοπατάτε - ποδοπατείτε | |
γ' πληθ. | ποδοπατάν(ε) - ποδοπατούν(ε) | ποδοπατούσαν | θα ποδοπατάν(ε) - ποδοπατούν(ε) | να ποδοπατάν(ε) - ποδοπατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ποδοπάτησα | θα ποδοπατήσω | να ποδοπατήσω | ποδοπατήσει | ||
β' ενικ. | ποδοπάτησες | θα ποδοπατήσεις | να ποδοπατήσεις | ποδοπάτησε | ||
γ' ενικ. | ποδοπάτησε | θα ποδοπατήσει | να ποδοπατήσει | |||
α' πληθ. | ποδοπατήσαμε | θα ποδοπατήσουμε | να ποδοπατήσουμε | |||
β' πληθ. | ποδοπατήσατε | θα ποδοπατήσετε | να ποδοπατήσετε | ποδοπατήστε | ||
γ' πληθ. | ποδοπάτησαν ποδοπατήσαν(ε) |
θα ποδοπατήσουν(ε) | να ποδοπατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ποδοπατήσει | είχα ποδοπατήσει | θα έχω ποδοπατήσει | να έχω ποδοπατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ποδοπατήσει | είχες ποδοπατήσει | θα έχεις ποδοπατήσει | να έχεις ποδοπατήσει | έχε ποδοπατημένο | |
γ' ενικ. | έχει ποδοπατήσει | είχε ποδοπατήσει | θα έχει ποδοπατήσει | να έχει ποδοπατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ποδοπατήσει | είχαμε ποδοπατήσει | θα έχουμε ποδοπατήσει | να έχουμε ποδοπατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ποδοπατήσει | είχατε ποδοπατήσει | θα έχετε ποδοπατήσει | να έχετε ποδοπατήσει | έχετε ποδοπατημένο | |
γ' πληθ. | έχουν ποδοπατήσει | είχαν ποδοπατήσει | θα έχουν ποδοπατήσει | να έχουν ποδοπατήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ποδοπατημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ποδοπατημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ποδοπατημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ποδοπατημένο |