ακαταπάτητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαακαταπάτητος, -η, -ο
- (για χώρο, έκταση κ.λπ.) που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί
- (μεταφορικά) απαράβατος, απαραβίαστος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακαταπάτητος
|