Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταπατημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταπατημέν
ος
η
καταπατημέν
η
το
καταπατημέν
ο
γενική
του
καταπατημέν
ου
της
καταπατημέν
ης
του
καταπατημέν
ου
αιτιατική
τον
καταπατημέν
ο
την
καταπατημέν
η
το
καταπατημέν
ο
κλητική
καταπατημέν
ε
καταπατημέν
η
καταπατημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταπατημέν
οι
οι
καταπατημέν
ες
τα
καταπατημέν
α
γενική
των
καταπατημέν
ων
των
καταπατημέν
ων
των
καταπατημέν
ων
αιτιατική
τους
καταπατημέν
ους
τις
καταπατημέν
ες
τα
καταπατημέν
α
κλητική
καταπατημέν
οι
καταπατημέν
ες
καταπατημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταπατημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
καταπατώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακαταπάτητος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
καταπατώ
,
κατά
και
πατώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταπατημένος