καταπατημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
καταπατημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταπατώ
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταπατημένος
|
καταπατημένος, -η, -ο
|