Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταπατημένος η καταπατημένη το καταπατημένο
      γενική του καταπατημένου της καταπατημένης του καταπατημένου
    αιτιατική τον καταπατημένο την καταπατημένη το καταπατημένο
     κλητική καταπατημένε καταπατημένη καταπατημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταπατημένοι οι καταπατημένες τα καταπατημένα
      γενική των καταπατημένων των καταπατημένων των καταπατημένων
    αιτιατική τους καταπατημένους τις καταπατημένες τα καταπατημένα
     κλητική καταπατημένοι καταπατημένες καταπατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

καταπατημένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία