↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαραβίαστος η απαραβίαστη το απαραβίαστο
      γενική του απαραβίαστου της απαραβίαστης του απαραβίαστου
    αιτιατική τον απαραβίαστο την απαραβίαστη το απαραβίαστο
     κλητική απαραβίαστε απαραβίαστη απαραβίαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαραβίαστοι οι απαραβίαστες τα απαραβίαστα
      γενική των απαραβίαστων των απαραβίαστων των απαραβίαστων
    αιτιατική τους απαραβίαστους τις απαραβίαστες τα απαραβίαστα
     κλητική απαραβίαστοι απαραβίαστες απαραβίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαραβίαστος < α- στερητικό + παραβιάζω

  Επίθετο

επεξεργασία

απαραβίαστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει παραβιαστεί
  2. που δεν μπορεί να παραβιαστεί
    ένα χρηματοκιβώτιο πρακτικά απαραβίαστο
  3. που δεν πρέπει να παραβιαστεί
    τα ιερά και απαραβίαστα δικαιώματα του ανθρώπου

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία