απαραβίαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααπαραβίαστος, -η, -ο
- που δεν έχει παραβιαστεί
- που δεν μπορεί να παραβιαστεί
- ένα χρηματοκιβώτιο πρακτικά απαραβίαστο
- που δεν πρέπει να παραβιαστεί
- τα ιερά και απαραβίαστα δικαιώματα του ανθρώπου