απαράβατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαράβατος < (ελληνιστική κοινή) ἀπαράβατος < ἀ- + αρχαία ελληνική παραβατός < παραβαίνω < παρά + βαίνω
Επίθετο
επεξεργασίααπαράβατος, -η, -ο
- που δεν είναι δυνατόν να τον παραβούν
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απαράβατος