intangible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | intangible |
συγκριτικός | more intangible |
υπερθετικός | most intangible |
intangible (en)
- άυλος, απροσδιόριστος, που υπάρχει αλλά δεν μπορεί να αγγίξει· που είναι δύσκολο να περιγραφεί, να κατανοηθεί ή να μετρηθεί
- ↪ an intangible presence - άυλα παρουσία
- ↪ an intangible sense of fear - ένα απροσδιόριστο αίσθημα φόβου
- ≈ συνώνυμα: immaterial
- (οικονομία) άυλος, που δεν υπάρχει ως φυσικό πράγμα αλλά εξακολουθεί να είναι πολύτιμο για μια εταιρεία
- ↪ intangible assets - άυλα περιουσιακά στοιχεία
Πηγές
επεξεργασία- intangible (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- intangible (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
intangible | intangibles |
Επίθετο
επεξεργασίαintangible (fr) αρσενικό ή θηλυκό