Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άυλος η άυλη το άυλο
      γενική του άυλου της άυλης του άυλου
    αιτιατική τον άυλο την άυλη το άυλο
     κλητική άυλε άυλη άυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άυλοι οι άυλες τα άυλα
      γενική των άυλων των άυλων των άυλων
    αιτιατική τους άυλους τις άυλες τα άυλα
     κλητική άυλοι άυλες άυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άυλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄϋλος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.i.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐υ‐λος

  Επίθετο επεξεργασία

άυλος, -η, -ο

  • που δεν αποτελείται από ύλη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία