Ετυμολογία

επεξεργασία
απαράβατα < απαράβατος +

  Επίρρημα

επεξεργασία

απαράβατα

  • χωρίς να είναι δυνατόν ή επιτρεπτό να παραβούμε κάτι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

απαράβατα