Ετυμολογία

επεξεργασία
trespass < παλαιά γαλλικά trespas ‎< trespasser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtɹɛspəs/ & /ˈtɹɛspæs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

trespass (en)

  1. καταπάτηση (ξένης ιδιοκτησίας), παράνομη είσοδος σε τόπο/χώρο
  2. (παρωχημένο) αμαρτία

trespass (en)

  1. καταπατώ (ξένη ιδιοκτησία), εισέρχομαι παράνομα
  2. (παρωχημένο) αμαρτάνω