Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμαρτάνω < αρχαία ελληνική ἁμαρτάνω

  Ρήμα επεξεργασία

αμαρτάνω

  1. διαπράττω αμάρτημα ή παρασπονδία
    αμάρτησα για το παιδί μου
     συνώνυμα: λαθεύω, σφάλλω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία