• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αμάρτημα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Πολυλεκτικοί όροι
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμάρτημα τα αμαρτήματα
      γενική του αμαρτήματος των αμαρτημάτων
    αιτιατική το αμάρτημα τα αμαρτήματα
     κλητική αμάρτημα αμαρτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αμάρτημα < αρχαία ελληνική ἁμάρτημα

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈmaɾ.ti.ma/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμάρτημα ουδέτερο

  1. (θρησκεία) η παραβίαση ενός ηθικού κανόνα ή του θείου νόμου
    ≈ συνώνυμα: αμαρτία
  2. (κατ’ επέκταση) η παραβίαση οποιωνδήποτε κανόνων, αρχών κ.λπ.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • θανάσιμο αμάρτημα
  • προπατορικό αμάρτημα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αμάρτημα
  • αγγλικά : sin (en)
  • γαλλικά : péché (fr), péché mortel (fr), péché originel (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αμάρτημα&oldid=5450937"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 15:15

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Polski
    • 閩南語 / Bân-lâm-gú
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 15:15.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας