θανάσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θανάσιμος < αρχαία ελληνική θανάσιμος (θανατηφόρος, αλλά και ο μελλοθάνατος και ο νεκρός) < θάνατος
Επίθετο
επεξεργασίαθανάσιμος, -η, -ο
- που επιφέρει το θάνατο
- θανάσιμος τραυματισμός
- (μεταφορικά) πολύ οδυνηρός ως προς τα αποτελέσματά του
- η θανάσιμη παγίδα του ρατσισμού
- που φτάνει μέχρι το θάνατο
- θανάσιμο μίσος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θάνατος