Δείτε επίσης: pêché

  Ετυμολογία

επεξεργασία
péché < λατινική peccatum < peccare (αμαρτάνω)

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
péché péchés

péché (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία