peccatum
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- peccatum < pecco
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pekˈkaː.tum/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpeccatum ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- peccamen
- peccans
- peccanter
- peccantia
- peccatela
- peccatio
- peccator
- peccatorius
- peccatrix
- peccatus
- pecco
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peccatum | peccata |
γενική | peccatī | peccatōrum |
δοτική | peccatō | peccatīs |
αιτιατική | peccatum | peccata |
κλητική | peccatum | peccata |
αφαιρετική | peccatō | peccatīs |