Δείτε επίσης: αμάρτημα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἁμάρτημᾰ τὰ ἁμαρτήμᾰτ
      γενική τοῦ ἁμαρτήμᾰτος τῶν ἁμαρτημᾰ́των
      δοτική τῷ ἁμαρτήμᾰτ τοῖς ἁμαρτήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἁμάρτημᾰ τὰ ἁμαρτήμᾰτ
     κλητική ! ἁμάρτημᾰ ἁμαρτήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁμαρτήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἁμαρτημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁμάρτημα < ἁμαρτάνω, ἁμαρτη- + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἁμάρτημα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία