ἁμάρτημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἁμάρτημᾰ | τὰ | ἁμαρτήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ἁμαρτήμᾰτος | τῶν | ἁμαρτημᾰ́των |
δοτική | τῷ | ἁμαρτήμᾰτῐ | τοῖς | ἁμαρτήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ἁμάρτημᾰ | τὰ | ἁμαρτήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ἁμάρτημᾰ | ἁμαρτήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁμαρτήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁμαρτημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἁμάρτημα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἁμάρτημα - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἁμάρτημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁμάρτημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.