Δείτε επίσης: αμαρτάνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁμαρτάνω < (ίσως) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂mert- (χάνω, σφάλλω) (α στερητικό + πιθανόν ρίζα σμαρ- ή μερ- όπου προστίθεται το πρόσφυμα τ = ασμαρτ με ταυτόχρονη τροπή του σ σε δασεία = ἁμαρτ και με τελικό πρόσφυμα -αν- = ἁμαρτάνω)

ἁμαρτάνω

  1. αποτυγχάνω να βρω το στόχο μου
    Ἀτρεΐδης μὲν ἅμαρτε͵ παραὶ δέ οἱ ἐτράπετ΄ ἔγχος (Ιλιάδα Λ 233 )
    Ο Ατρείδης το κοντάρι πέταξε λοξά και δεν τον βρήκε (μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή)
  2. σφάλλω
    ὅτι μὲν γὰρ φρονήσεις ᾤετο εἶναι πάσας τὰς ἀρετάς͵ ἡμάρτανεν͵ ὅτι δ΄ οὐκ ἄνευ φρονήσεως͵ καλῶς ἔλεγεν (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1144b.21 )
  3. πράττω το κακό
    εἰκότως δὲ τῇ ἐλευθεριότητι ἀνελευθερία ἐναντίον λέγεται· μεῖζόν τε γάρ ἐστι κακὸν τῆς ἀσωτίας͵ καὶ μᾶλλον ἐπὶ ταύτην ἁμαρτάνουσιν ἢ κατὰ τὴν λεχθεῖσαν ἀσωτίαν (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, 1122a.13-16 )

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το ρήμα έχει και επικό αόριστο β΄ ἤμαρτον
  • ο μέλλοντας ἁμαρτήσομαι έχει ενεργητική σημασία

Συγγενικά

επεξεργασία