προσαμαρτάνω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσαμαρτάνω < προσ- + ελληνιστική κοινή ἁμαρτάνω
Ρήμα επεξεργασία
προσαμαρτάνω
- (ελληνιστική κοινή) αμαρτάνω σε σχέση με κάτι (συνήθως με αιτιατική)
Πηγές επεξεργασία
- προσαμαρτάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.