Ετυμολογία

επεξεργασία
διαμαρτάνω < διά + ἁμαρτάνω

διαμαρτάνω

  • ἔρημοι συμμάχων γεγενημένοι καὶ τῶν ἐλπίδων ἁπασῶν διημαρτηκότες : και την ώρα που από συμμάχους (οι Αθηναίοι) ήταν έρημοι, γυμνοί απο κάθε ελπίδα (μετάφραση Στ. Μπαζάκου-Μαραγκουδάκη)- την ώρα που (οι Αθηναίοι) είχαν εγκαταλειφθεί από τους συμμάχους τους και είχαν προδοθεί όλες τους οι ελπίδες (μετάφραση George Norlin)