Ετυμολογία

επεξεργασία
διαψεύδομαι < αρχαία ελληνική διαψεύδομαι

διαψεύδομαι

  1. με διαψεύδουν
  2. βγαίνω ψεύτης
  3. δε βγαίνω αληθινός, δεν υλοποιούμαι, προδίδομαι, εξαπατώμαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαψεύδομαι < διά και ψεύδομαι

διαψεύδομαι (το ενεργητικό διαψεύδω είναι κατοπινό, της ελληνιστικής)

  1. αρνούμαι, διαψεύδω
  2. προδίδομαι, εξαπατώμαι


→ δείτε τη λέξη διαψεύδω