Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υλοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος υλοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

υλοποιούμαι

  • γίνομαι πραγματικός, παίρνω "σάρκα και οστά", με πραγματοποιούν
υλοποιούνται τα όνειρα, τα σχέδια, τα οράματα, οι προσδοκίες, τα προγράμματα
  • εμφανίζομαι (για οπτασίες που κάποιοι πιστεύουν ότι αποκτούν υλική υπόσταση)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία