υλοποίηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υλοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υλοποιώ, η διαδικασία κατά την οποία ένα σχέδιο ή μια ιδέα μετατρέπεται σε πράξη ή σε υλική πραγματικότητα, "παίρνει σάρκα και οστά", καθώς και το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας
- Τα σχέδια είναι έτοιμα, αλλά θα χρειαστούν χρήματα για την υλοποίησή τους.
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υλοποίηση