Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υλοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υλοποιημέν
ος
η
υλοποιημέν
η
το
υλοποιημέν
ο
γενική
του
υλοποιημέν
ου
της
υλοποιημέν
ης
του
υλοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
υλοποιημέν
ο
την
υλοποιημέν
η
το
υλοποιημέν
ο
κλητική
υλοποιημέν
ε
υλοποιημέν
η
υλοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υλοποιημέν
οι
οι
υλοποιημέν
ες
τα
υλοποιημέν
α
γενική
των
υλοποιημέν
ων
των
υλοποιημέν
ων
των
υλοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
υλοποιημέν
ους
τις
υλοποιημέν
ες
τα
υλοποιημέν
α
κλητική
υλοποιημέν
οι
υλοποιημέν
ες
υλοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υλοποιημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
υλοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
υλοποιημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
υλοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υλοποιημένος
αγγλικά
:
materialized
(en)