ψεύτης
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψεύτης | οι | ψεύτες |
γενική | του | ψεύτη | των | ψευτών |
αιτιατική | τον | ψεύτη | τους | ψεύτες |
κλητική | ψεύτη | ψεύτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ψεύτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψεύστης με αποβολή του φθόγγου [s] για απλοποίηση[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpse.ftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψεύ‐της
Ουσιαστικό
ψεύτης αρσενικό, (θηλυκό ψεύτρα & ψευτρού)
Συγγενικά
με θέμα ψευδ-, ψευσ- → δείτε τη λέξη ψεύδομαι
με θέμα ψευτ-
- ψευτο-, ψευτό-, ψευτ Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψευτο- στο Βικιλεξικό
- όπως ψευτοκοιμάμαι, ψευτόπραμα, ψευταηδόνι
και
- αρχιψεύταρος
- αρχιψεύτης
- αρχιψεύτρα
- αψεύτιστος
- άψευτος
- μικροψευτιά
- παλιοψεύτης
- παλιοψεύτρα
- πρωτοψεύτης
- ψευτάκος
- ψευτάρα (θηλυκό)
- ψευταράκος
- ψευταράς, ψευταρού
- ψευταριό
- ψεύταρος
- ψευτιά
- ψευτίζω, ψευτίζομαι
- ψεύτικα (επίρρημα)
- ψεύτικος, ψεύτικη, ψεύτικια
- ψεύτισμα
- ψευτισμένος
- ψευτίτσα
- ψευτοσύνη
- ψεύτρα
- ψευτρού
- ψευτώνω
- ψευτ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ↑ ψεύτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας