ἐξαμαρτάνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐξαμαρτάνω
- αποτυγχάνω
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, Book 4 Chapter 32 (4.32)@scaife.perseus
- εἰ δὲ ἐν τοιούτῳ καιρῷ προσοίσεις, ἅπαντα τὰ μέγιστα ἐξαμαρτήσεις· τὸ γὰρ νόσημα αὐξήσεις οὐ μικρῶς.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis De victu acutorum, Book 4 Chapter 32 (4.32)@scaife.perseus
- χάνω το στόχο μου
- προδίδω (με την έννοια της αποτυχίας εκπλήρωσης υποχρέωσης), παραβαίνω
- ※ 5ος/4oς πκε αιώνας, Λυσίας, Κατὰ Νικομάχου, 22
- εἰδὼς δὲ ὅτι ἡ βουλὴ ἡ ‹ἀεὶ› βουλεύουσα, ὅταν μὲν ἔχῃ ἱκανὰ χρήματα εἰς διοίκησιν, οὐδὲν ἐξαμαρτάνει, ὅταν δὲ εἰς ἀπορίαν καταστῇ, ἀναγκάζεται εἰσαγγελίας δέχεσθαι καὶ δημεύειν τὰ τῶν πολιτῶν καὶ τῶν ῥητόρων τοῖς ‹τὰ› πονηρότατα λέγουσι πείθεσθαι.
- Γνώριζε επίσης ότι η βουλή που ασκεί εκάστοτε την εξουσία, όταν έχει αρκετά χρήματα για τη διοίκηση, δεν αυθαιρετεί, ενώ όταν βρίσκεται σε απόγνωση, αναγκάζεται να αποδέχεται καταγγελίες και να δημεύει τις περιουσίες των πολιτών και να πείθεται στους ρήτορες που κάνουν τις πιο ελεεινές προτάσεις.
- Μετάφραση: Θ.Κ. Στεφανόπουλος @greek‑language.gr
- εἰδὼς δὲ ὅτι ἡ βουλὴ ἡ ‹ἀεὶ› βουλεύουσα, ὅταν μὲν ἔχῃ ἱκανὰ χρήματα εἰς διοίκησιν, οὐδὲν ἐξαμαρτάνει, ὅταν δὲ εἰς ἀπορίαν καταστῇ, ἀναγκάζεται εἰσαγγελίας δέχεσθαι καὶ δημεύειν τὰ τῶν πολιτῶν καὶ τῶν ῥητόρων τοῖς ‹τὰ› πονηρότατα λέγουσι πείθεσθαι.
- ※ 5ος/4oς πκε αιώνας, Λυσίας, Κατὰ Νικομάχου, 22
- διαπράττω μεγάλο σφάλμα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 1, 340d
- ὁ ἰατρὸς ἐξήμαρτεν καὶ ὁ λογιστὴς ἐξήμαρτεν
- ο γιατρός απατήθηκε, ο λογιστής έκαμε λάθος
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- ὁ ἰατρὸς ἐξήμαρτεν καὶ ὁ λογιστὴς ἐξήμαρτεν
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἰσοκράτης, Πανηγυρικός, 60
- ἐπειδὴ δ᾽ εἰς ἡμᾶς ἐξήμαρτεν, εἰς τοσαύτην κατέστη μεταβολὴν ὥστ᾽ ἐπὶ τοῖς παισὶ τοῖς ἐκείνου γενόμενος ἐπονειδίστως τὸν βίον ἐτελεύτησεν.
- όταν έκανε το λάθος να τα βάλει μαζί μας, τόσο ανάποδα του ήρθαν τα πράγματα, ώστε έπεσε στα χέρια των απογόνων του θύματός του και τελείωσε ντροπιασμένος τη ζωή του.
- Μετάφραση (1967): Στέλλα Μπαζάκου - Μαραγκουδάκη, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ἐπειδὴ δ᾽ εἰς ἡμᾶς ἐξήμαρτεν, εἰς τοσαύτην κατέστη μεταβολὴν ὥστ᾽ ἐπὶ τοῖς παισὶ τοῖς ἐκείνου γενόμενος ἐπονειδίστως τὸν βίον ἐτελεύτησεν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 1, 340d
- (για αρρώστια) δεν θεραπεύομαι πλήρως
- (για πολίτευμα) έχω σοβαρές ελλείψεις
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να αμαρτήσει
- (στην παθητική φωνή) εκτελούμαι εσφαλμένα, δεν διαχειρίζομαι σωστά
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Περὶ ἱππικῆς, 4 @scaife.perseus
- ἔστι δὲ ὥσπερ ἀνθρώπῳ, οὕτω καὶ ἵππῳ ἀρχόμενα πάντα εὐιατότερα ἢ ἐπειδὰν ἐνσκιρωθῇ τε καὶ ἐξαμαρτηθῇ τὰ νοσήματα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Περὶ ἱππικῆς, 4 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐξαμαρτάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐξαμαρτάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.