Δείτε επίσης: ἐκτελοῦμαι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εκτελούμαι, π.αόρ.: εκτελέστηκα, μτχ.π.π.: εκτελεσμένος