Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκτελεσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκτελεσμέν
ος
η
εκτελεσμέν
η
το
εκτελεσμέν
ο
γενική
του
εκτελεσμέν
ου
της
εκτελεσμέν
ης
του
εκτελεσμέν
ου
αιτιατική
τον
εκτελεσμέν
ο
την
εκτελεσμέν
η
το
εκτελεσμέν
ο
κλητική
εκτελεσμέν
ε
εκτελεσμέν
η
εκτελεσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκτελεσμέν
οι
οι
εκτελεσμέν
ες
τα
εκτελεσμέν
α
γενική
των
εκτελεσμέν
ων
των
εκτελεσμέν
ων
των
εκτελεσμέν
ων
αιτιατική
τους
εκτελεσμέν
ους
τις
εκτελεσμέν
ες
τα
εκτελεσμέν
α
κλητική
εκτελεσμέν
οι
εκτελεσμέν
ες
εκτελεσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκτελεσμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκτελώ
,
εκτελούμαι
Μετοχή
επεξεργασία
εκτελεσμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εκτελούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκτελεσμένος
γαλλικά
:
exécuté
(fr)