πρόσφυμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πρόσφυμα < (λόγιο) ελληνιστική κοινή πρόσφυμα ("εκβλάστημα"). (σημασιολογικό δάνειο) νεολατινική affixum [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾɔ.sfi.ma/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρόσφυμα ουδέτερο
- (γλωσσολογία) μόρφημα που προστίθεται στο θέμα κάποιας λέξης (ως πρόθημα, ένθημα ή ως επίθημα) για την παραγωγή μιας νέας λέξης
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- προσφύομαι
- πρόσφυση
- → και δείτε τη λέξη φύομαι
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «πρόσφυμα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | πρόσφυμα | προσφύματε | προσφύματα |
Γενική | προσφύματος | προσφυμάτοιν | προσφυμάτων |
Δοτική | προσφύματι | προσφυμάτοιν | προσφύμασι |
Αιτιατική | πρόσφυμα | προσφύματε | προσφύματα |
Κλητική | πρόσφυμα | προσφύματε | προσφύματα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πρόσφῡμα ουδέτερο
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «πρόσφυμα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.