εκβλάστημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκβλάστημα < ελληνιστική κοινή ἐκβλάστημα < αρχαία ελληνική ἐκβλαστάνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκβλάστημα ουδέτερο
- (βοτανική) το αποτέλεσμα του εκβλαστάνω / εκβλασταίνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκβλάστημα
|