μόρφημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μόρφημα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική morphème < αρχαία ελληνική μορφ(ή + -ème (-ημα)[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmoɾ.fi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μόρ‐φη‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μόρφημα ουδέτερο
- (γλωσσολογία) η ελάχιστη σημασιολογική μονάδα στη γλώσσα που είναι φορεάς σημασίας, ή γραμματικής πληροφορίας (όπως ένα πρόθημα ή ένα θέμα ή ρίζα λέξης ή ένα επίθημα ή γραμματική κατάληξη)
- ⮡ η λέξη παιδί αποτελείται από δύο μορφήματα, το θέμα παιδ- και την γραμματική κατάληξη -ί
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μορφή
Υπώνυμα
επεξεργασίαως προς την αυτονομία:
ως προς τη σημασία:
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πρόσφυμα: πρόθημα, ένθημα, επίθημα
- σύνθεση
- μόρφημα - Λεξικό γλωσσολογικών όρων - Digital PanGloss, όροι στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας (2006‑08)
ΣτΕ: εκτενές λήμμα για όλα τα είδη μορφημάτων.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ μόρφημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας