ελεύθερο μόρφημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ελεύθερο μόρφημα | τα | ελεύθερα μορφήματα |
γενική | του | ελεύθερου μορφήματος | των | ελεύθερων μορφημάτων |
αιτιατική | το | ελεύθερο μόρφημα | τα | ελεύθερα μορφήματα |
κλητική | ελεύθερο μόρφημα | ελεύθερα μορφήματα | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ελεύθερο μόρφημα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική free morpheme, → δείτε τις λέξεις ελεύθερος και μόρφημα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελεύθερο μόρφημα ουδέτερο
- (γλωσσολογία) μόρφημα που μπορεί να σταθεί μόνο του στο λόγο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελεύθερο μόρφημα