↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεσμευμένο μόρφημα τα δεσμευμένα μορφήματα
      γενική του δεσμευμένου μορφήματος των δεσμευμένων μορφημάτων
    αιτιατική το δεσμευμένο μόρφημα τα δεσμευμένα μορφήματα
     κλητική δεσμευμένο μόρφημα δεσμευμένα μορφήματα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεσμευμένο μόρφημα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bound morpheme, → δείτε τις λέξεις δεσμευμένος και μόρφημα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεσμευμένο μόρφημα ουδέτερο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία