Ετυμολογία

επεξεργασία
επικολλώ < επι- + κολλώ

επικολλώ (παθητική φωνή: επικολλώμαι, επικολλούμαι)

  1. κολλάω κάτι επίπεδο πάνω σε κάποια επιφάνεια
  2. (πληροφορική) βάζω τα δεδομένα που υπάρχουν στο πρόχειρο μέσα στο τρέχον αντικείμενο ή πρόγραμμα

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία