πρόχειρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρόχειρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόχειρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾo.çi.ɾo/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόχειρο ουδέτερο
- τετράδιο ή άλλο παρόμοιο μέσο το οποίο χρησιμοποιούμε για να καταγράψουμε κάτι προσωρινά ή να κάνουμε υπολογισμούς
- (πληροφορική) περιοχή της μνήμης του υπολογιστή η οποία χρησιμοποιείται για προσωρινή αποθήκευση
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπρόχειρο ουδέτερο