Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɹɑːft/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /dræft/ (αμερικανικό)
ομόηχο: draught

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
draft drafts

draft (en)

  1. το προσχέδιο, το πρωτόλειο
    he finished the draft of his book : τέλειωσε το προσχέδιο του βιβλίου του
  2. η στρατολόγηση
     συνώνυμα:: conscription
  3. η συναλλαγματική
  4. το ρεύμα

draft (en)

  1. προσχεδιάζω, κάνω προσχέδιο
  2. (μεταβατικό) επιστρατεύω
  3. (αμετάβατο) επιστρατεύομαι