πρωτόλειο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτόλειο < ενικός, (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρωτόλεια (θυσία πρώτων νεκρών}[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωτόλειο ουδέτερο (λόγιο)
- το πρώτο πνευματικό έργο κάποιου, το πνευματικό έργο που (κατά κανόνα) δεν είναι ώριμο ή έχει αδυναμίες
- «Οι Περιπέτειες του Κονστάν Λαβρέτ» είναι ένα ημιτελές μυθιστόρημα, πρωτόλειο του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
- ο πρωτόβουλος, ο ανεπεξέργαστος
- μια πρωτόλεια προσπάθεια
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτόλειο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πρωτόλειο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας