↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπεξέργαστος η ανεπεξέργαστη το ανεπεξέργαστο
      γενική του ανεπεξέργαστου της ανεπεξέργαστης του ανεπεξέργαστου
    αιτιατική τον ανεπεξέργαστο την ανεπεξέργαστη το ανεπεξέργαστο
     κλητική ανεπεξέργαστε ανεπεξέργαστη ανεπεξέργαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπεξέργαστοι οι ανεπεξέργαστες τα ανεπεξέργαστα
      γενική των ανεπεξέργαστων των ανεπεξέργαστων των ανεπεξέργαστων
    αιτιατική τους ανεπεξέργαστους τις ανεπεξέργαστες τα ανεπεξέργαστα
     κλητική ανεπεξέργαστοι ανεπεξέργαστες ανεπεξέργαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεπεξέργαστος < μεσαιωνική ελληνική ἀνεπεξέργαστος « αρχαία ελληνική ἐπεξεργάζομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

ανεπεξέργαστος

  1. ο μη επεξεργασμένος, που θα μπορούσε να έχε υποστεί επεξεργασία, αλλά που έμεινε δίχως αυτήν ίσως επειδή έτσι χρειαζόταν, να είναι σε πρωτογενή μορφή
  2. ο τραχύς, ο άγαρμπος, ίσως και χοντροκομμένος, ο αδούλευτος, εκείνος που έμεινε δίχως επεξεργασία ενώ θα έπρεπε να είναι πιο καλοδουλεμένος, πιο ραφιναρισμένος
  3. που δεν τον έχουν επεξεργαστεί νοητικά, ανεξέταστος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία