raw
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- raw < αγγλοσαξονικά hrēaw, συγγενές με το αρχαίο νορβηγικό hrár
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαraw (en)
- ωμός, όχι μαγειρεμένος
- ακατέργαστος, ανεπεξέργαστος
- ⮡ raw cane sugar - → λείπει η μετάφραση
- ⮡ raw sewage
- νέος και άπειρος
- ⮡ a raw beginner
- ερεθισμένος
- ⮡ a raw wound
- τραχύς
- ⮡ a raw voice
- (αργκό) χωρίς προφυλακτικό
- ⮡ We did it raw.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη en:Wikisaurus:raw