war
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
war | wars |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwar (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο πόλεμος, πολεμικός, εμπόλεμος, μια κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερες χώρες ή ομάδες ανθρώπων μάχονται για μια χρονική περίοδο
- ⮡ a world/local war - παγκόσμιος/τοπικός πόλεμος
- ⮡ an all-out/total war - ολοκληρωτικός πόλεμος
- ⮡ a civil war - εμφύλιος πόλεμος
- ⮡ a war of aggression/liberation - επιθετικός/απελευθερωτικός πόλεμος
- ⮡ a religious/holy war - θρησκευτικός/ιερός πόλεμος
- ⮡ atomic/nuclear war - ατομικός/πυρηνικός πόλεμος
- ⮡ a war criminal - εγκληματίας πόλεμου
- ⮡ He distinguished himself as a war correspondent in Vietnam.
- Ξεχώρισε σαν πολεμικός ανταποκριτής στο Βιετνάμ.
- ⮡ The UN will withdraw the peacekeeping forces from the war zones.
- Ο ΟΗΕ θα αποσύρει τις ειρηνευτικές δυνάμεις από τις εμπόλεμες περιοχές.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο πόλεμος, μια κατάσταση κατά την οποία υπάρχει επιθετικός ανταγωνισμός μεταξύ ομάδων, εταιρειών, χωρών κτλ.
- ⮡ an economic/tariff war - οικονομικός/τελωνειακός πόλεμος
- ⮡ a trade war - εμπορικός πόλεμος
- (μη μετρήσιμο, μόνο ενικός) ο πόλεμος, μια προσπάθεια για μεγάλο χρονικό διάστημα να απαλλαγούμε από ή να σταματήσουμε κάτι δυσάρεστο
- ⮡ the war on hunger - ο πόλεμος της πείνας
- ⮡ the war against drugs - ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών