Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδούλευτος η αδούλευτη το αδούλευτο
      γενική του αδούλευτου της αδούλευτης του αδούλευτου
    αιτιατική τον αδούλευτο την αδούλευτη το αδούλευτο
     κλητική αδούλευτε αδούλευτη αδούλευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδούλευτοι οι αδούλευτες τα αδούλευτα
      γενική των αδούλευτων των αδούλευτων των αδούλευτων
    αιτιατική τους αδούλευτους τις αδούλευτες τα αδούλευτα
     κλητική αδούλευτοι αδούλευτες αδούλευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδούλευτος < α- στερητικό + δουλεύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αδούλευτος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπα) που δεν έχει ασκηθεί αρκετά, είτε σωματικά είτε διανοητικά
  2. (για πράγματα) που δεν έχει δουλέψει κανείς πάνω του
    τα χωράφια έμειναν αδούλευτα λόγω του πολέμου
    • που δεν έχει δεχτεί την κατάλληλη επεξεργασία ώστε να φτάσει σε μια ολοκληρωμένη μορφή
    το σενάριο είναι ακόμα αδούλευτο, θα χρειαστεί ακόμη πολλή δουλειά

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία