Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασκούμαι, παθητική φωνή του ασκώ

  Ρήμα επεξεργασία

ασκούμαι

  1. ασκώ τον εαυτό μου
    ο μοναχός ασκείται με τη νηστεία και την προσευχή
  2. με ασκούν
    ασκείται βία

  Μεταφράσεις επεξεργασία