↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσχέδιο τα προσχέδια
      γενική του προσχεδίου
προσχέδιου
των προσχεδίων
    αιτιατική το προσχέδιο τα προσχέδια
     κλητική προσχέδιο προσχέδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσχέδιο < προ- + σχέδιο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική avant-projet[1] [2] ή τη γαλλική esquisse[1])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾoˈsçe.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σχέ‐δι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσχέδιο ουδέτερο

  1. κείμενο με το οποίο καταγράφουμε τα βασικά σημεία του τελικού οριστικού κειμένου
  2. το αρχικό στάδιο μιας τεχνικής μελέτης
  3. (ζωγραφική) ένα αρχικό προκαταρκτικό σχέδιο / σχεδίασμα
     συνώνυμα: σκίτσο
  4. (γλυπτική) πρόπλασμα

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις προ, σχέδιο και έχω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 προσχέδιοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. προσχέδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας