Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

stub (en)

  1. απόκομμα, στέλεχος (πχ εισιτηρίου)
  2. (στα βικιεγχειρήματα) προσχέδιο, σελίδα που χρειάζεται επέκταση

  Ρήμα επεξεργασία

stub (en)

  1. ξεριζώνω
  2. κόβω ένα φυτό πολύ κοντά στο έδαφος
  3. χτυπάω το δάχτυλό μου