Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόπλασμα τα προπλάσματα
      γενική του προπλάσματος των προπλασμάτων
    αιτιατική το πρόπλασμα τα προπλάσματα
     κλητική πρόπλασμα προπλάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόπλασμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρόπλασμα[1] Μορφολογικά αναλύεται σε πρό- + ‑πλασμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.pla.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐πλα‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόπλασμα ουδέτερο

  1. το πλαστικό πρότυπο, το υπόδειγμα
  2. το ομοίωμα ή το υπόδειγμα αγάλματος από γύψο ή πηλό
    ※  Ὁ Πραξιτέλης πρὶν ἢ πλάσῃ καλλιμάρμαρον τὴν Ἀφροδίτην του κατεσκεύασε πρότερον τὸ πρόπλασμα αὐτῆς ἐκ πηλοῦ.
    Κωνσταντίνος Σκόκος, Η περί ανθρωπογονίας των Αθηνών, στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886
  3. η μακέτα, η αναπαράσταση σε μικρογραφία συνήθως αρχιτεκτονικού ή μηχανικού έργου (δηλαδή σε διαφορετική κλίμακα, σπάνια σε μεγέθυνση)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία