προ-
(Ανακατεύθυνση από πρό-)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προ- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προ- (πρό). Για τη σημασία φάση που προηγείται, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pré < αρχαία ελληνική πρό
Προφορά
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαπρο- ή πρό-
- πρόθημα που έχει τη σημασία
- μπροστά, μπροστά και προς τα έξω
- πριν, εκ των προτέρων
- προηγούμενη χρονική βαθμίδα ή φάση
- ιεραρχική προτεραιότητα ή ανωτερότητα
- φροντίδα ή προτίμηση
- επίταση
Σημειώσεις
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- αντι- + προ-: δύο βαθμίδες πιο πριν (αντιπροτελευταίος: πριν από τον προτελευταίο, ο τρίτος από το τέλος)
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα προ- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πρό- στο Βικιλεξικό