πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προφανής η προφανής το προφανές
      γενική του προφανούς* της προφανούς του προφανούς
    αιτιατική τον προφανή την προφανή το προφανές
     κλητική προφανή(ς) προφανής προφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προφανείς οι προφανείς τα προφανή
      γενική των προφανών των προφανών των προφανών
    αιτιατική τους προφανείς τις προφανείς τα προφανή
     κλητική προφανείς προφανείς προφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
προφανής < προ- + -φανής (<φαίνομαι)

προφανής, -ής, -ές

  • που γίνεται αμέσως αντιληπτός και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, πρόδηλος, ολοφάνερος
      προφανές συμπέρασμα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία