↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προφανής η προφανής το προφανές
      γενική του προφανούς* της προφανούς του προφανούς
    αιτιατική τον προφανή την προφανή το προφανές
     κλητική προφανή(ς) προφανής προφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προφανείς οι προφανείς τα προφανή
      γενική των προφανών των προφανών των προφανών
    αιτιατική τους προφανείς τις προφανείς τα προφανή
     κλητική προφανείς προφανείς προφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προφανής < προ- + -φανής (<φαίνομαι)

  Επίθετο

επεξεργασία

προφανής, -ής, -ές

  • που γίνεται αμέσως αντιληπτός και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, πρόδηλος, ολοφάνερος
    ⮡  προφανές συμπέρασμα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία