προφανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | προφανής | η | προφανής | το | προφανές |
γενική | του | προφανούς* | της | προφανούς | του | προφανούς |
αιτιατική | τον | προφανή | την | προφανή | το | προφανές |
κλητική | προφανή(ς) | προφανής | προφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | προφανείς | οι | προφανείς | τα | προφανή |
γενική | των | προφανών | των | προφανών | των | προφανών |
αιτιατική | τους | προφανείς | τις | προφανείς | τα | προφανή |
κλητική | προφανείς | προφανείς | προφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπροφανής, -ής, -ές
- που γίνεται αμέσως αντιληπτός και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, πρόδηλος, ολοφάνερος
- ⮡ προφανές συμπέρασμα