Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολοφάνερος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολοφάνερ
ος
η
ολοφάνερ
η
το
ολοφάνερ
ο
γενική
του
ολοφάνερ
ου
της
ολοφάνερ
ης
του
ολοφάνερ
ου
αιτιατική
τον
ολοφάνερ
ο
την
ολοφάνερ
η
το
ολοφάνερ
ο
κλητική
ολοφάνερ
ε
ολοφάνερ
η
ολοφάνερ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολοφάνερ
οι
οι
ολοφάνερ
ες
τα
ολοφάνερ
α
γενική
των
ολοφάνερ
ων
των
ολοφάνερ
ων
των
ολοφάνερ
ων
αιτιατική
τους
ολοφάνερ
ους
τις
ολοφάνερ
ες
τα
ολοφάνερ
α
κλητική
ολοφάνερ
οι
ολοφάνερ
ες
ολοφάνερ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολοφάνερος
<
ολο-
+
φανερός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
o.loˈfa.ne.ɾos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
ο‐λο‐φά‐νε‐ρος
Επίθετο
επεξεργασία
ολοφάνερος, -η, -ο
φανερός
σε όλους,
προφανής
≈
συνώνυμα
:
ξεκάθαρος
,
απτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολοφάνερος
αγγλικά
:
obvious
(en)
γαλλικά
:
évident
(fr)
,
patent
(fr)
,
manifeste
(fr)
τουρκικά
:
apaçık
(tr)